- σεύτλιον
- σεύτλιον, [full] σευτλίς, ἡ,A v. τευτλ-.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σευτλίον — τὸ, Α (δ. προφ.) βλ. τευτλίον … Dictionary of Greek
σμήχη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «σεύτλιον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με το ρ. σμήχω δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
τευτλίον — και σευτλίον, τὸ, Α [τεῡτλον / σεῡτλον] 1. υποκορ. τού τεῡτλον* 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) τεύτλο … Dictionary of Greek
ՃԱԿՆԴԵՂ — (ի, ից կամ աց.) NBH 2 0167 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 12c գ. σευτλίον, τλον, τευτλίον, λον beta rubra . վր. ճակունտէլի. Բոյս, որոյ արմատն է գնդակ կարմիր՝ անոյշ. իսկ որոյ արմատն է տկար, տերեւքն են պարարտագոյն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)